- ἐμπάλλομαι
- ἐμπάλλομαι, poet. ἐνιπ-,A shake or quiver in,
δόμοις ἐνιπάλλεται αἴγλη A.R.3.756
. ([voice] Act. ἐμπάλλομεν apptly. occurs in Tyrt.1.64 Diehl.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δόμοις ἐνιπάλλεται αἴγλη A.R.3.756
. ([voice] Act. ἐμπάλλομεν apptly. occurs in Tyrt.1.64 Diehl.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπάλλομαι — ἐμπάλλομαι και ἐνιπάλλομαι (Α) 1. σκιρτώ, πάλλομαι μέσα 2. αναπηδώ … Dictionary of Greek
ενί — (I) ἐνί και με αναστροφή ἔνι (Α) ποιητ. τ. αντί ἐν*. Ως α συνθετικό με πολλά ρήματα, όπως π.χ. ενιβάλλω, ενιβλάπτω, ενιδρομώ, ενιζεύγνυμι, ενιθνήσκω, ενιπάλλομαι, ενιπίμπλημι κ.λπ., τα οποία είναι ποιητ. τ. αντί εμβάλλω, εμβλάπτω, ενδρομώ,… … Dictionary of Greek
ενιπάλλομαι — ἐνιπάλλομαι (Α) ποιητ. τ. τού εμπάλλομαι* … Dictionary of Greek